ἀνήκουστα

ἀνήκουστα
ἀνήκουστος
not to be heard
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βασιβουζούκος — Άτακτος Τούρκος στρατιώτης. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε τον 19o αι. και προέρχεται από τη σύνθεση δύο τούρκικων λέξεων: μπας (κεφάλι) και μποζούκ (χαλασμένος). Το 1877 οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν σώματα β. για να καταστείλουν τη βουλγαρική εξέγερση και… …   Dictionary of Greek

  • καινοπαθώ — καινοπαθῶ, έω (Α) [καινοπαθής] παθαίνω νέα, ανήκουστα και φοβερά πράγματα …   Dictionary of Greek

  • φρίττω — και φρίσσω ΝΜΑ, και φρίζω Α [φρίξ, φρικός] 1. (για υδάτινη επιφάνεια) κυματίζω ελαφρά 2. (κατ επέκτ.) κινούμαι ελαφρά, κυματίζω («πεύκη φρίσσουσα ζεφύροις», Ανθ. Παλ.) 3. ριγώ, ανατριχιάζω, τρεμουλιάζω από ψύχος, πυρετό, φόβο ή έντονη συγκίνηση… …   Dictionary of Greek

  • ЗАДОСТОЙНИК — ирмос 9 й песни канона того или иного праздника (как правило, предваряемый особым припевом), к рый в день праздника и связанные с ним дни (напр., в период попразднства) заменяет собой «Достойно есть» на Божественной литургии (в церковнослав.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”